- λύγκειος
- λύγκειος, α, ον, ([etym.] Λυγκεύς)A of Lynceus,
βλέμμα App.Anth.3.79
(Posidipp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλέμμα App.Anth.3.79
(Posidipp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λύγκειος — α, ο (AM λύγκειος, εία, ον) [λυγξ (I)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λύγκα 2. οξυδερκής σαν τον λύγκα ή σαν τον Λυγκέα, μυθικό πρόσωπο που ήταν ονομαστό για την οξύτατη όρασή του («λυγκείου βλέμματος», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
λυγκείου — λύγκειος of Lynceus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγκεία — λυγκείᾱ , λύγκειος of Lynceus fem nom/voc/acc dual λυγκείᾱ , λύγκειος of Lynceus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγκικός — λυγκικός, ή, όν (Α) [λυγξ(I)] λύγκειος … Dictionary of Greek
λύγκας — (Lynx). Γένος αιλουροειδών θηλαστικών της τάξης των σαρκοφάγων. Τα ζώα αυτά έχουν στρογγυλό κεφάλι με μακριά αφτιά, που απολήγουν σε αιχμή, και μια χαρακτηριστική τριχωτή τούφα στην κορυφή. Το σώμα τους είναι λεπτό και ρωμαλέο, καταλήγοντας σε… … Dictionary of Greek